αμοχθει

αμοχθει
    ἀμοχθεί
    ἀμοχθεί, ἀμοχθί
    adv. без усилий, без труда Aesch., Eur., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμοχθει" в других словарях:

  • αμοχθεί — ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) [ἄμοχθος] δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα …   Dictionary of Greek

  • ἀμοχθεί — without toil indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοχθί — ἀμοχθεί without toil indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμοχθος — η, ο (Α ἄμοχθος, ον) ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες νεοελλ. αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος αρχ. 1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος 2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόχθος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»